γενναιόψυχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γενναιόψυχος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική γενναιόψυχος[1] < γενναί(ος) + -ό- + -ψυχος
Επίθετο επεξεργασία
γενναιόψυχος, -η, -ο
- γενναίος, που διακρίνεται για τη γενναιότητά του
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γενναιόψυχος
|
επεξεργασία
- ↑ γενναιόψυχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γενναιόψυχος < (γενναῖ(ος) + -ό- + -ψυχος
Επίθετο επεξεργασία
γενναιόψυχος
- που έχει ευγενική ψυχή
- → χρειάζεται παράθεμα 12ος αιώνας ⌘ Ευστάθιος θεσσαλονίκης, Πονημάτιον|78.72
- γενναίος, που διακρίνεται για τη γενναιότητά του
Πηγές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .