ενικός         πληθυντικός  
miniature miniatures

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

miniature (fr) θηλυκό

  1. διακοσμητικό αρχικό γράμμα ενός κεφαλαίου σε μεσαιωνικά χειρόγραφα
  2. η μινιατούρα, η μικρογραφία