• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

βλίτο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Συγγενικά
      • 1.2.3 Δείτε επίσης
      • 1.2.4 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βλίτο τα βλίτα
      γενική του βλίτου των βλίτων
    αιτιατική το βλίτο τα βλίτα
     κλητική βλίτο βλίτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
βλίτο < αρχαία ελληνική βλίτον

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βλίτο ουδέτερο

  1. (βοτανική) ποώδες μονοετές εδώδιμο φυτό (χόρτο) με πράσινα φύλλα, (επιστημονική ονομασία Amaranthus blitum), που τρώγεται συνήθως βραστό
  2. (μεταφορικά) χαζός

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • βλήτο

Συγγενικά

επεξεργασία
  • βλίτα

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • βλίτο στη Βικιπαίδεια Λήμμα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    βλίτο
  • αγγλικά : purple amaranth (en)
  • κινεζικά : 凹头苋 (zh)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=βλίτο&oldid=5647505"
Τελευταία επεξεργασία στις 5 Ιανουαρίου 2023, στις 18:36

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 5 Ιανουαρίου 2023, στις 18:36.
    • Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας