casus
Λατινικά (la)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- casus: μετοχή παθητικού παρακειμένου & ουσιαστικοποιημένο αρσενικό της μετοχής casus
Μετοχή
επεξεργασία
cāsus, -a, -um
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος cado
Κλίση
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | casus | casa | casum | casī | casae | casa |
γενική | casī | casae | casī | casōrum | casārum | casōrum |
δοτική | casō | casae | casō | casīs | casīs | casīs |
αιτιατική | casum | casam | casum | casōs | casās | casa |
κλητική | case | casa | casum | casī | casae | casa |
αφαιρετική | casō | casā | casō | casīs | casīs | casīs |
Ουσιαστικό
επεξεργασία
casus, -us αρσενικό
Απόγονοι
επεξεργασίαcasus (λατινικά)
- → ιταλικά: caso
- ↷ νέα ελληνικά: κάζο
Κλίση
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- casus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.