πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατάπτωση οι καταπτώσεις
      γενική της κατάπτωσης* των καταπτώσεων
    αιτιατική την κατάπτωση τις καταπτώσεις
     κλητική κατάπτωση καταπτώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταπτώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κατάπτωση θηλυκό

  1. η επιδείνωση της φυσικής κατάστασης ενός ατόμου, η εξάντληση
      νιώθω κατάπτωση
  2. η ηθική παρακμή
      η κατάπτωση της αστικής τάξης

Μεταφράσεις

επεξεργασία