case in point
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαcase in point (en)
- (ιδιωματισμός) η συγκεκριμένη περίπτωση, χαρακτηριστικό παράδειγμα του προβλήματος, της κατάστασης κτλ. που συζητείται
- ⮡ the case in point - η συγκεκριμένη περίπτωση