Δείτε επίσης: ἐν πάσῃ περιπτώσει

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εν πάση περιπτώσει < λόγιο διαχρονικό δάνειο από την καθαρεύουσα ἐν πάσῃ περιπτώσει < ἐν, πάσῃ & περιπτώσει (δοτική ενικού του πᾶσα περίπτωσις) < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική en tout cas.[1] → δείτε τις λέξεις εν, πάσα και περίπτωση

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /emˈba.si pe.ɾiˈpto.si/ & /en ˈpa.si pe.ɾiˈpto.si/

  Έκφραση επεξεργασία

εν πάση περιπτώσει

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. s.v. σχόλιο στο «περίπτωση» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.