Δείτε επίσης: ἐν πάσῃ περιπτώσει

Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐν πάσῃ περιπτώσει <  δείτε τις λέξεις  ἐν, πάσῃ και περιπτώσει (δοτική ενικού του πᾶσα περίπτωσις) < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική en tout cas.[1]

Αναφορές

επεξεργασία
  1. s.v. σχόλιο στο «περίπτωση» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.