τοιχοσφαίριση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τοιχοσφαίριση | οι | τοιχοσφαιρίσεις |
γενική | της | τοιχοσφαίρισης* | των | τοιχοσφαιρίσεων |
αιτιατική | την | τοιχοσφαίριση | τις | τοιχοσφαιρίσεις |
κλητική | τοιχοσφαίριση | τοιχοσφαιρίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, τοιχοσφαιρίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τοιχοσφαίριση < τοίχος + -ο- + σφαίριση (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική squash)
Ουσιαστικό
επεξεργασίατοιχοσφαίριση θηλυκό
- (αθλητισμός) το σκουός
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τοιχοσφαίριση
|