λαστιχένια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
λαστιχένια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του λαστιχένιος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του λαστιχένιος
λαστιχένια