ζουμερός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ζουμερός | η | ζουμερή | το | ζουμερό |
γενική | του | ζουμερού | της | ζουμερής | του | ζουμερού |
αιτιατική | τον | ζουμερό | τη | ζουμερή | το | ζουμερό |
κλητική | ζουμερέ | ζουμερή | ζουμερό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ζουμεροί | οι | ζουμερές | τα | ζουμερά |
γενική | των | ζουμερών | των | ζουμερών | των | ζουμερών |
αιτιατική | τους | ζουμερούς | τις | ζουμερές | τα | ζουμερά |
κλητική | ζουμεροί | ζουμερές | ζουμερά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
ζουμερός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζουμερός [1][2] < ζουμ(ί) + -ερός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /zu.meˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζου‐με‐ρός
Επίθετο επεξεργασία
ζουμερός, ή, -ό
- που έχει πολύ ζουμί, πολλούς χυμούς
- ↪ ένα ζουμερό πορτοκάλι
- (μεταφορικά) πλούσιος σε νοήματα και/ή σε εκφραστικά μέσα
- ↪ ένα ζουμερό κείμενο
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεταφορικά
επεξεργασία
- ↑ ζουμερός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ «ζουμί» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.