στίβω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στίβω < αρχαία ελληνική στείβω· η γραφή με < ι> προέκυψε από τη μηδενισμένη βαθμίδα του αρχαιοελληνικού ρήματος (→ δείτε τη λέξη στίβος)
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαστίβω, αόρ.: έστιψα, παθ.φωνή: στίβομαι, μτχ.π.π.: στιμμένος
- άλλη γραφή του στείβω
- ※ Κυνική ομολογία ΔΝΤ: Σας στίψαμε για να μην δώσουμε λεφτά (*)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στίβω | έστιβα | θα στίβω | να στίβω | στίβοντας | |
β' ενικ. | στίβεις | έστιβες | θα στίβεις | να στίβεις | στίβε | |
γ' ενικ. | στίβει | έστιβε | θα στίβει | να στίβει | ||
α' πληθ. | στίβουμε | στίβαμε | θα στίβουμε | να στίβουμε | ||
β' πληθ. | στίβετε | στίβατε | θα στίβετε | να στίβετε | στίβετε | |
γ' πληθ. | στίβουν(ε) | έστιβαν στίβαν(ε) |
θα στίβουν(ε) | να στίβουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έστιψα | θα στίψω | να στίψω | στίψει | ||
β' ενικ. | έστιψες | θα στίψεις | να στίψεις | στίψε | ||
γ' ενικ. | έστιψε | θα στίψει | να στίψει | |||
α' πληθ. | στίψαμε | θα στίψουμε | να στίψουμε | |||
β' πληθ. | στίψατε | θα στίψετε | να στίψετε | στίψτε | ||
γ' πληθ. | έστιψαν στίψαν(ε) |
θα στίψουν(ε) | να στίψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω στίψει | είχα στίψει | θα έχω στίψει | να έχω στίψει | ||
β' ενικ. | έχεις στίψει | είχες στίψει | θα έχεις στίψει | να έχεις στίψει | έχε στιμμένο | |
γ' ενικ. | έχει στίψει | είχε στίψει | θα έχει στίψει | να έχει στίψει | ||
α' πληθ. | έχουμε στίψει | είχαμε στίψει | θα έχουμε στίψει | να έχουμε στίψει | ||
β' πληθ. | έχετε στίψει | είχατε στίψει | θα έχετε στίψει | να έχετε στίψει | έχετε στιμμένο | |
γ' πληθ. | έχουν στίψει | είχαν στίψει | θα έχουν στίψει | να έχουν στίψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) στιμμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) στιμμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) στιμμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) στιμμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στίβομαι | στιβόμουν(α) | θα στίβομαι | να στίβομαι | ||
β' ενικ. | στίβεσαι | στιβόσουν(α) | θα στίβεσαι | να στίβεσαι | ||
γ' ενικ. | στίβεται | στιβόταν(ε) | θα στίβεται | να στίβεται | ||
α' πληθ. | στιβόμαστε | στιβόμαστε στιβόμασταν |
θα στιβόμαστε | να στιβόμαστε | ||
β' πληθ. | στίβεστε | στιβόσαστε στιβόσασταν |
θα στίβεστε | να στίβεστε | (στίβεστε) | |
γ' πληθ. | στίβονται | στίβονταν στιβόντουσαν |
θα στίβονται | να στίβονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στίφτηκα | θα στιφτώ | να στιφτώ | στιφτεί | ||
β' ενικ. | στίφτηκες | θα στιφτείς | να στιφτείς | στίψου | ||
γ' ενικ. | στίφτηκε | θα στιφτεί | να στιφτεί | |||
α' πληθ. | στιφτήκαμε | θα στιφτούμε | να στιφτούμε | |||
β' πληθ. | στιφτήκατε | θα στιφτείτε | να στιφτείτε | στιφτείτε | ||
γ' πληθ. | στίφτηκαν στιφτήκαν(ε) |
θα στιφτούν(ε) | να στιφτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω στιφτεί | είχα στιφτεί | θα έχω στιφτεί | να έχω στιφτεί | στιμμένος | |
β' ενικ. | έχεις στιφτεί | είχες στιφτεί | θα έχεις στιφτεί | να έχεις στιφτεί | ||
γ' ενικ. | έχει στιφτεί | είχε στιφτεί | θα έχει στιφτεί | να έχει στιφτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε στιφτεί | είχαμε στιφτεί | θα έχουμε στιφτεί | να έχουμε στιφτεί | ||
β' πληθ. | έχετε στιφτεί | είχατε στιφτεί | θα έχετε στιφτεί | να έχετε στιφτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν στιφτεί | είχαν στιφτεί | θα έχουν στιφτεί | να έχουν στιφτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι στιμμένος - είμαστε, είστε, είναι στιμμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν στιμμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν στιμμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι στιμμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι στιμμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι στιμμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι στιμμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία στίβω
→ δείτε τη λέξη στύβω |