στύβω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στύβω < αρχαία ελληνική στείβω (πατώ). Η γραφή με < υ > προέκυψε από παρετυμολογία προς το αρχαίο στύφω (σουφρώνω τα χείλη από στυφή γεύση).[1] Είναι πιο συνηθισμένη από την ετυμολογικά συνεπή στείβω.
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαστύβω, αόρ.: έστυψα, παθ.φωνή: στύβομαι, μτχ.π.π.: στυμμένος
- πιέζω καρπό (κυρίως εσπεριδοειδούς) για να βγει ο χυμός του
- στύβω πορτοκάλι και μανταρίνι για να φτιάξω έναν ωραίο χυμό
- συστρέφω κάτι βρεγμένο (υφασμάτινο, μάλλινο κλπ.) για να βγει το υγρό που περιέχει
- δεν έστυψες καλά τα ρούχα και στάζουν νερά
- το πλυντήριο στύβει τα ρούχα με 1.200 στροφές το λεπτό!
- (μεταφορικά) πιέζω κάποιον και τον εξαναγκάζω να εργαστεί υπερβολικά
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Τριπλή γραφή: |
θέμα στιβ- και |
θέμα στοιβ- |
Εκφράσεις
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στύβω | έστυβα | θα στύβω | να στύβω | στύβοντας | |
β' ενικ. | στύβεις | έστυβες | θα στύβεις | να στύβεις | στύβε | |
γ' ενικ. | στύβει | έστυβε | θα στύβει | να στύβει | ||
α' πληθ. | στύβουμε | στύβαμε | θα στύβουμε | να στύβουμε | ||
β' πληθ. | στύβετε | στύβατε | θα στύβετε | να στύβετε | στύβετε | |
γ' πληθ. | στύβουν(ε) | έστυβαν στύβαν(ε) |
θα στύβουν(ε) | να στύβουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έστυψα | θα στύψω | να στύψω | στύψει | ||
β' ενικ. | έστυψες | θα στύψεις | να στύψεις | στύψε | ||
γ' ενικ. | έστυψε | θα στύψει | να στύψει | |||
α' πληθ. | στύψαμε | θα στύψουμε | να στύψουμε | |||
β' πληθ. | στύψατε | θα στύψετε | να στύψετε | στύψτε | ||
γ' πληθ. | έστυψαν στύψαν(ε) |
θα στύψουν(ε) | να στύψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω στύψει | είχα στύψει | θα έχω στύψει | να έχω στύψει | ||
β' ενικ. | έχεις στύψει | είχες στύψει | θα έχεις στύψει | να έχεις στύψει | έχε στυμμένο | |
γ' ενικ. | έχει στύψει | είχε στύψει | θα έχει στύψει | να έχει στύψει | ||
α' πληθ. | έχουμε στύψει | είχαμε στύψει | θα έχουμε στύψει | να έχουμε στύψει | ||
β' πληθ. | έχετε στύψει | είχατε στύψει | θα έχετε στύψει | να έχετε στύψει | έχετε στυμμένο | |
γ' πληθ. | έχουν στύψει | είχαν στύψει | θα έχουν στύψει | να έχουν στύψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) στυμμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) στυμμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) στυμμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) στυμμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στύβομαι | στυβόμουν(α) | θα στύβομαι | να στύβομαι | ||
β' ενικ. | στύβεσαι | στυβόσουν(α) | θα στύβεσαι | να στύβεσαι | ||
γ' ενικ. | στύβεται | στυβόταν(ε) | θα στύβεται | να στύβεται | ||
α' πληθ. | στυβόμαστε | στυβόμαστε στυβόμασταν |
θα στυβόμαστε | να στυβόμαστε | ||
β' πληθ. | στύβεστε | στυβόσαστε στυβόσασταν |
θα στύβεστε | να στύβεστε | (στύβεστε) | |
γ' πληθ. | στύβονται | στύβονταν στυβόντουσαν |
θα στύβονται | να στύβονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στύφτηκα | θα στυφτώ | να στυφτώ | στυφτεί | ||
β' ενικ. | στύφτηκες | θα στυφτείς | να στυφτείς | στύψου | ||
γ' ενικ. | στύφτηκε | θα στυφτεί | να στυφτεί | |||
α' πληθ. | στυφτήκαμε | θα στυφτούμε | να στυφτούμε | |||
β' πληθ. | στυφτήκατε | θα στυφτείτε | να στυφτείτε | στυφτείτε | ||
γ' πληθ. | στύφτηκαν στυφτήκαν(ε) |
θα στυφτούν(ε) | να στυφτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω στυφτεί | είχα στυφτεί | θα έχω στυφτεί | να έχω στυφτεί | στυμμένος | |
β' ενικ. | έχεις στυφτεί | είχες στυφτεί | θα έχεις στυφτεί | να έχεις στυφτεί | ||
γ' ενικ. | έχει στυφτεί | είχε στυφτεί | θα έχει στυφτεί | να έχει στυφτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε στυφτεί | είχαμε στυφτεί | θα έχουμε στυφτεί | να έχουμε στυφτεί | ||
β' πληθ. | έχετε στυφτεί | είχατε στυφτεί | θα έχετε στυφτεί | να έχετε στυφτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν στυφτεί | είχαν στυφτεί | θα έχουν στυφτεί | να έχουν στυφτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι στυμμένος - είμαστε, είστε, είναι στυμμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν στυμμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν στυμμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι στυμμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι στυμμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι στυμμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι στυμμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ στύβω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας