σαν στυμμένη λεμονόκουπα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις σαν, στυμμένος και λεμονόκουπα
Έκφραση επεξεργασία
σαν στυμμένη λεμονόκουπα
- αφού εκμεταλλευτώ κάποιον, δείχνω αχαριστία, τον αγνοώ (συνήθως προηγείται το ρήμα πετάω)
- του μαγείρευα, του έπλενα, και μετά από πέντε χρόνια, με πέταξε σα στυμμένη λεμονόκουπα
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σαν στυμμένη λεμονόκουπα
|