αχαριστία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αχαριστία θηλυκό
- η ιδιότητα του αχάριστου
- <<ἔπεσθαι δέ δοκεῖ μάλιστα τῇ ἀχαριστία καί ἡ ἀναισχυντία>>, Ξενοφών, Κύρου ανάβασις
Παροιμίες
επεξεργασία- η θάλασσα και ο αχάριστος ποτέ τους δε χορταίνουν
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αχαριστία