Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αχαριστία οι αχαριστίες
      γενική της αχαριστίας των αχαριστιών
    αιτιατική την αχαριστία τις αχαριστίες
     κλητική αχαριστία αχαριστίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αχαριστία < στερητικό α- και θέμ- του χάρις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αχαριστία θηλυκό

Παροιμίες επεξεργασία

  • η θάλασσα και ο αχάριστος ποτέ τους δε χορταίνουν

Δείτε επίσης επεξεργασία

βικιφθέγματα

  Μεταφράσεις επεξεργασία