Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα εσπεριδοειδή
      γενική των εσπεριδοειδών
    αιτιατική τα εσπεριδοειδή
     κλητική εσπεριδοειδή
Ενικός, το εσπεριδοειδές.
Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εσπεριδοειδή < αρχαία ελληνική Ἑσπερίδ(ες) + -ο- + -ειδής στον πληθυντικό -ειδή μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική hespéridées < αρχαία ελληνική Ἑσπερίδες [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.spe.ɾi.ðo.iˈði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐σπε‐ρι‐δο‐ει‐δή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εσπεριδοειδή ουδέτερο στον πληθυντικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Υπώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία