γκρέιπφρουτ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γκρέιπφρουτ < αγγλική grapefruit
Ουσιαστικό επεξεργασία
γκρέιπφρουτ ουδέτερο άκλιτο
- (φυτό) οπωροφόρο δέντρο της τάξης των σαπινδωδών, του γένους κίτρος και της οικογένειας των ρυτοειδών (= εσπεριδοειδών),
- φρούτο μεγαλύτερο από το πορτοκάλι, χυμώδες, με ελαφρά ξινή και πικρή γεύση
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γκρέιπφρουτ