Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Ο καρπός τού γκρέιπφρουτ

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκρέιπφρουτ < αγγλική grapefruit

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γκρέιπφρουτ ουδέτερο άκλιτο

  1. (φυτό) οπωροφόρο δέντρο της τάξης των σαπινδωδών, του γένους κίτρος και της οικογένειας των ρυτοειδών (= εσπεριδοειδών),
  2. φρούτο μεγαλύτερο από το πορτοκάλι, χυμώδες, με ελαφρά ξινή και πικρή γεύση

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία