pamplemousse
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- pamplemousse < pompelmous < ολλανδική pompelmoes, χοντρό λεμόνι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pamplemousse | pamplemousses |
pamplemousse (fr) αρσενικό
- (φρούτο) το γκρέιπφρουτ