Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κιτριά οι κιτριές
      γενική της κιτριάς των κιτριών
    αιτιατική την κιτριά τις κιτριές
     κλητική κιτριά κιτριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κιτριά < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κιτριά θηλυκό

  • (φυτό) θάμνος ή μικρό δέντρο (λατινικό όνομα Citrus medica), αειθαλές, με λογχοειδή ή ελλειψοειδή φύλλα, από το οποίο βγαίνει το κίτρο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία