κίτρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κίτρο | τα | κίτρα |
γενική | του | κίτρου | των | κίτρων |
αιτιατική | το | κίτρο | τα | κίτρα |
κλητική | κίτρο | κίτρα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κίτρο < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κίτρον[1] < λατινική citron[2] < citrus < ετρουσκική [2] < αρχαία ελληνική κέδρος[2] (αντιδάνειο)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈci.tɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κί‐τρο
Ουσιαστικό
επεξεργασίακίτρο ουδέτερο
- (φρούτο) ο εδώδιμος καρπός της κιτριάς, που ανήκει στα εσπεριδοειδή
Συγγενικά
επεξεργασία- κιτριά
- κιτρικό οξύ
- κιτρικός
- κιτρολεμονιά
- κιτρολέμονο
- → και δείτε τη λέξη κίτρινος
Δείτε επίσης
επεξεργασία- κίτρο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ κίτρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 2,2 Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.