Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κέδρος οι κέδροι
      γενική του κέδρου των κέδρων
    αιτιατική τον κέδρο τους κέδρους
     κλητική κέδρε κέδροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 

  Ετυμολογία επεξεργασία

κέδρος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κέδρος < αρχαία ελληνική κέδρος θηλυκό[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈce.ðɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κέ‐δρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κέδρος αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κέδρος αἱ κέδροι
      γενική τῆς κέδρου τῶν κέδρων
      δοτική τῇ κέδρ ταῖς κέδροις
    αιτιατική τὴν κέδρον τὰς κέδρους
     κλητική ! κέδρε κέδροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κέδρω
γεν-δοτ τοῖν  κέδροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία