κέδρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κέδρος | οι | κέδροι |
γενική | του | κέδρου | των | κέδρων |
αιτιατική | τον | κέδρο | τους | κέδρους |
κλητική | κέδρε | κέδροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κέδρος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κέδρος < αρχαία ελληνική κέδρος θηλυκό[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈce.ðɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κέ‐δρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακέδρος αρσενικό
- (φυτό) κωνοφόρο αειθαλές δέντρο στο γένος Cedrus, με βελονοειδή φύλλα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- κέδρος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ κέδρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κέδρος | αἱ | κέδροι |
γενική | τῆς | κέδρου | τῶν | κέδρων |
δοτική | τῇ | κέδρῳ | ταῖς | κέδροις |
αιτιατική | τὴν | κέδρον | τὰς | κέδρους |
κλητική ὦ! | κέδρε | κέδροι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κέδρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κέδροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Πηγές
επεξεργασία- κέδρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κέδρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.