κιτρικό οξύ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κιτρικό οξύ < κιτρικό + οξύ ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική acide citrique)
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίακιτρικό οξύ ουδέτερο
- (χημεία) ασθενές οργανικό τρικαρβοξυλικό οξύ που βρίσκεται στα εσπεριδοειδή και άλλα φρούτα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κιτρικό οξύ