περγαμόντο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περγαμόντο < (άμεσο δάνειο) ιταλική bergamotto
Ουσιαστικό επεξεργασία
περγαμόντο ουδέτερο και (λαϊκότροπο) περγαμότο
- (φυτό) μικρό αειθαλές δέντρο (λατινικό όνομα Citrus aurantium) από τα εσπεριδοειδή· παράγει κίτρινους καρπούς που στο σχήμα και το μέγεθος μοιάζουν με πορτοκάλια
- γλυκό του κουταλιού από περγαμόντο (1)