Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
περγαμότο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
περγαμότ
ο
τα
περγαμότ
α
γενική
του
περγαμότ
ου
των
περγαμότ
ων
αιτιατική
το
περγαμότ
ο
τα
περγαμότ
α
κλητική
περγαμότ
ο
περγαμότ
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
περγαμότο
< →
δείτε
τη λέξη
περγαμόντο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
περγαμότο
ουδέτερο
(
λαϊκότροπο
)
άλλη μορφή
του
περγαμόντο