μανταρινιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μανταρινιά | οι | μανταρινιές |
γενική | της | μανταρινιάς | των | μανταρινιών |
αιτιατική | τη | μανταρινιά | τις | μανταρινιές |
κλητική | μανταρινιά | μανταρινιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μανταρινιά < μανταρίν(ι) + -ιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμανταρινιά θηλυκό
- (φυτό) αειθαλές δέντρο (λατινικό όνομα Citrus reticulata) με αγκάθια και σκουροπράσινα λογχοειδή φύλλα· κατάγεται από την νοτιοανατολική Ασία και παράγει το μανταρίνι, φρούτο που μοιάζει πολύ με το πορτοκάλι
Άλλες μορφές
επεξεργασία- μανδαρινέα (επίσημο)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μανταρίνι
Μεταφράσεις
επεξεργασία μανταρινιά
|