Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στείβω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική στείβω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *steyb-. Δείτε και στύβω.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsti.vo/

  Ρήμα επεξεργασία

στείβω, αόρ.: έστειψα, παθ.φωνή: στείβομαι, μτχ.π.π.: στειμμένος

  • ετυμολογική γραφή του στύβω

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στείβω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *steibʰ- / *steip-, μεταπτωτικές βαθμίδες *stoibʰ-, *stibʰ-. Συγγενικό το λατινικό stipare[1]

  Ρήμα επεξεργασία

στείβω

Συγγενικά επεξεργασία

θέμα στει-

Σύνθετα του ρήματος

θέμα στιβ-

θέμα στιπ-

και

θέμα στοιβ-

Κλίση επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία