στυπτήριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
στυπτήριο ουδέτερο
Άλλες μορφές επεξεργασία
- στειπτήριο (ετυμολογική γραφή)
- στιπτήριο (σπανιότερη γραφή)
Μεταφράσεις επεξεργασία
στυπτήριο
|
στυπτήριο ουδέτερο
|