στύβω την πέτρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
στύβω την πέτρα
- (λαϊκότροπο) έχω εκπληκτική δύναμη, τα καταφέρνω πολύ καλά (θα έπαιρνα ζουμί ακόμη κι από μία πέτρα)
Συνώνυμα επεξεργασία
- είμαι χειροδύναμος
Μεταφράσεις επεξεργασία
στύβω την πέτρα
|