Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στύψιμο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Άλλες μορφές
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
στύψιμ
ο
τα
στυψίμ
ατ
α
γενική
του
στυψίμ
ατ
ος
των
στυψιμ
άτ
ων
αιτιατική
το
στύψιμ
ο
τα
στυψίμ
ατ
α
κλητική
στύψιμ
ο
στυψίμ
ατ
α
Κατηγορία
όπως «
δέσιμο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
στύψιμο
< στειψ- (
στύβω
,
έ
στυψ
α
) +
-ιμο
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ˈsti.psi.mo
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
στύψιμο
ουδέτερο
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του
στύβω
το
στύψιμο
των ρούχων
Άλλες μορφές
επεξεργασία
στείψιμο
(
ετυμολογική γραφή
)
στίψιμο
(
σπανιότερη γραφή
)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στύψιμο
αγγλικά
:
squeeze
(en)
,
squeezing
(en)
,
wring
(en)
γαλλικά
:
pressage
(fr)