wring
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | wring |
γ΄ ενικό ενεστώτα | wrings |
αόριστος | wrung, wrang |
παθητική μετοχή | wrung |
ενεργητική μετοχή | wringing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
επεξεργασίαwring (en)
ενεστώτας | wring |
γ΄ ενικό ενεστώτα | wrings |
αόριστος | wrung, wrang |
παθητική μετοχή | wrung |
ενεργητική μετοχή | wringing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
wring (en)