Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκπιέζω < αρχαία ελληνική ἐκπιέζω < ἐκ + πιέζω

  Ρήμα επεξεργασία

εκπιέζω (παθητική φωνή: εκπιέζομαι)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία