Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεζουμίζω < ξε- + ζουμί + -ίζω

ξεζουμίζω

  1. αφαιρώ ολοκληρωτικά τους χυμούς από έναν καρπό
  2. (μεταφορικά) εκμεταλλεύομαι προς όφελός μου στο έπακρο τις σωματικές, πνευματικές ή άλλες δυνάμεις ενός ανθρώπου και τον αφήνω εξαντλημένο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία