ξεζουμίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξεζουμίζω
- αφαιρώ ολοκληρωτικά τους χυμούς από έναν καρπό
- (μεταφορικά) εκμεταλλεύομαι προς όφελός μου στο έπακρο τις σωματικές, πνευματικές ή άλλες δυνάμεις ενός ανθρώπου και τον αφήνω εξαντλημένο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεζουμίζω | ξεζούμιζα | θα ξεζουμίζω | να ξεζουμίζω | ξεζουμίζοντας | |
β' ενικ. | ξεζουμίζεις | ξεζούμιζες | θα ξεζουμίζεις | να ξεζουμίζεις | ξεζούμιζε | |
γ' ενικ. | ξεζουμίζει | ξεζούμιζε | θα ξεζουμίζει | να ξεζουμίζει | ||
α' πληθ. | ξεζουμίζουμε | ξεζουμίζαμε | θα ξεζουμίζουμε | να ξεζουμίζουμε | ||
β' πληθ. | ξεζουμίζετε | ξεζουμίζατε | θα ξεζουμίζετε | να ξεζουμίζετε | ξεζουμίζετε | |
γ' πληθ. | ξεζουμίζουν(ε) | ξεζούμιζαν ξεζουμίζαν(ε) |
θα ξεζουμίζουν(ε) | να ξεζουμίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεζούμισα | θα ξεζουμίσω | να ξεζουμίσω | ξεζουμίσει | ||
β' ενικ. | ξεζούμισες | θα ξεζουμίσεις | να ξεζουμίσεις | ξεζούμισε | ||
γ' ενικ. | ξεζούμισε | θα ξεζουμίσει | να ξεζουμίσει | |||
α' πληθ. | ξεζουμίσαμε | θα ξεζουμίσουμε | να ξεζουμίσουμε | |||
β' πληθ. | ξεζουμίσατε | θα ξεζουμίσετε | να ξεζουμίσετε | ξεζουμίστε | ||
γ' πληθ. | ξεζούμισαν ξεζουμίσαν(ε) |
θα ξεζουμίσουν(ε) | να ξεζουμίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεζουμίσει | είχα ξεζουμίσει | θα έχω ξεζουμίσει | να έχω ξεζουμίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεζουμίσει | είχες ξεζουμίσει | θα έχεις ξεζουμίσει | να έχεις ξεζουμίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεζουμίσει | είχε ξεζουμίσει | θα έχει ξεζουμίσει | να έχει ξεζουμίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεζουμίσει | είχαμε ξεζουμίσει | θα έχουμε ξεζουμίσει | να έχουμε ξεζουμίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεζουμίσει | είχατε ξεζουμίσει | θα έχετε ξεζουμίσει | να έχετε ξεζουμίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεζουμίσει | είχαν ξεζουμίσει | θα έχουν ξεζουμίσει | να έχουν ξεζουμίσει |
|