στύβω το μυαλό μου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαστύβω το μυαλό μου
- προσπαθώ να σκεφτώ με μεγάλη ένταση (αλλά συνήθως χωρίς αποτέλεσμα)
- Έστυβε το μυαλό της για να θυμηθεί τ' όνομά του. Είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που της είχε συστηθεί.
Μεταφράσεις
επεξεργασία στύβω το μυαλό μου
|