σουφρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /suˈfɾo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σου‐φρώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίασουφρώνω
- συγκεντρώνω/συσφίγγω κάτι (βιολογικό όργανο/μέλος, δέρμα/ύφασμα [πχ τσάντας]) με αποτέλεσμα να δημιουργείται επιφανειακή χαλαρότητα και ζάρες/σούρες· (συχνά το σούφρωμα περιορίζει/κλείνει ένα άνοιγμα/μία είσοδο/οπή· χωρίς αυτό να είναι απαραίτητο/χωρίς να αποτελεί μοναδική εκδοχή χρήσης του όρου)
- δημιουργώ σε κάτι σούρες, ζάρες, ρυτίδες, πτυχές κ.λπ.
- (μεταφορικά) χάνω το σφρίγος και την ακμή μου
- κλέβω ή αρπάζω κάτι χωρίς να με δουν
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σουφρώνω | σούφρωνα | θα σουφρώνω | να σουφρώνω | σουφρώνοντας | |
β' ενικ. | σουφρώνεις | σούφρωνες | θα σουφρώνεις | να σουφρώνεις | σούφρωνε | |
γ' ενικ. | σουφρώνει | σούφρωνε | θα σουφρώνει | να σουφρώνει | ||
α' πληθ. | σουφρώνουμε | σουφρώναμε | θα σουφρώνουμε | να σουφρώνουμε | ||
β' πληθ. | σουφρώνετε | σουφρώνατε | θα σουφρώνετε | να σουφρώνετε | σουφρώνετε | |
γ' πληθ. | σουφρώνουν(ε) | σούφρωναν σουφρώναν(ε) |
θα σουφρώνουν(ε) | να σουφρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σούφρωσα | θα σουφρώσω | να σουφρώσω | σουφρώσει | ||
β' ενικ. | σούφρωσες | θα σουφρώσεις | να σουφρώσεις | σούφρωσε | ||
γ' ενικ. | σούφρωσε | θα σουφρώσει | να σουφρώσει | |||
α' πληθ. | σουφρώσαμε | θα σουφρώσουμε | να σουφρώσουμε | |||
β' πληθ. | σουφρώσατε | θα σουφρώσετε | να σουφρώσετε | σουφρώστε | ||
γ' πληθ. | σούφρωσαν σουφρώσαν(ε) |
θα σουφρώσουν(ε) | να σουφρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σουφρώσει | είχα σουφρώσει | θα έχω σουφρώσει | να έχω σουφρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις σουφρώσει | είχες σουφρώσει | θα έχεις σουφρώσει | να έχεις σουφρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει σουφρώσει | είχε σουφρώσει | θα έχει σουφρώσει | να έχει σουφρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σουφρώσει | είχαμε σουφρώσει | θα έχουμε σουφρώσει | να έχουμε σουφρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε σουφρώσει | είχατε σουφρώσει | θα έχετε σουφρώσει | να έχετε σουφρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σουφρώσει | είχαν σουφρώσει | θα έχουν σουφρώσει | να έχουν σουφρώσει |
|
Εκφράσεις
επεξεργασία- σουφρώνω τη μούρη μου: κατσουφιάζω, δυσανασχετώ