σούφρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σούφρα | οι | σούφρες |
γενική | της | σούφρας | — | |
αιτιατική | τη | σούφρα | τις | σούφρες |
κλητική | σούφρα | σούφρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σούφρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σούφρα < υστερολατινική *sup(p)la β μηχανικός εμπορικού ναυτικού (γονυκλισία) < λατινική supplicare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος supplico (εκλιπαρώ, ικετεύω) < sub + plico (διπλώνω, κάμπτω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pleḱ-
Ουσιαστικό
επεξεργασίασούφρα θηλυκό
- πτυχή που έχει δημιουργηθεί από δίπλωμα ή ζάρωμα σε ύφασμα ή δέρμα
- (λαϊκότροπο)
- ο πρωκτός και ειδικότερα το τμήμα που αποτελεί τον σφιγκτήρα, η κωλοτρυπίδα
- (μεταφορικά) η μεγάλη εύνοια της τύχης
- το κλέψιμο
- (κατ’ επέκταση) το κλοπιμαίο
Εκφράσεις
επεξεργασία- μου άνοιξε η σούφρα: είχα ή άρχισα να έχω πάρα πολλή μεγάλη τύχη
- μου άνοιξε τη σούφρα: 1. με δυσκόλεψε, με ταλαιπώρησε
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια
2. ojete (es) 3. chiripa (es), chamba (es) 4. hurto (es), robo (es)