Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κλέψιμο τα κλεψίματα
      γενική του κλεψίματος των κλεψιμάτων
    αιτιατική το κλέψιμο τα κλεψίματα
     κλητική κλέψιμο κλεψίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κλέψιμο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κλέψιμο < κλέβω < αρχαία ελληνική κλέπτω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈkle.psi.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλέ‐ψι‐μο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κλέψιμο ουδέτερο

  1. η κλοπή
  2. (ειδικότερα) (μεταφορικά) η αντιγραφή
  3. (ειδικότερα) η απόσπαση της μπάλας (σε μπάσκετ, ποδόσφαιρο κ.λπ.)
  4. (ειδικότερα) η απαγωγή γυναίκας από κάποιον, προκειμένου να την παντρευτεί

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία