κλέψιμο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κλέψιμο | τα | κλεψίματα |
γενική | του | κλεψίματος | των | κλεψιμάτων |
αιτιατική | το | κλέψιμο | τα | κλεψίματα |
κλητική | κλέψιμο | κλεψίματα | ||
όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κλέψιμο < μεσαιωνική ελληνική κλέψιμο < κλέβω < αρχαία ελληνική κλέπτω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈklεpsimɔ/
- συλλαβισμός : κλέ‐ψι‐μο
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κλέψιμο ουδέτερο
- η κλοπή
- (ειδικότερα) (μεταφορικά) η αντιγραφή
- (ειδικότερα) η απόσπαση της μπάλας (σε μπάσκετ, ποδόσφαιρο κ.λπ.)
- (ειδικότερα) η απαγωγή γυναίκας από κάποιον, προκειμένου να την παντρευτεί
Επεξεργασία
- κλεψιμαίικα
- κλεψιμαίικος
- → δείτε τη λέξη κλέβω