κλοπιμαίο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακλοπιμαίο
- κλοπιμαίος, στην αιτιατική του ενικού
κλοπιμαίο, ουδέτερο του κλοπιμαίος
- στην ονομαστική του ενικού
- στην αιτιατική του ενικού
- στην κλητική του ενικού
κλοπιμαίο
κλοπιμαίο, ουδέτερο του κλοπιμαίος