pleat
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
pleat | pleats |
pleat (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | pleat |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pleats |
αόριστος | pleated |
παθητική μετοχή | pleated |
ενεργητική μετοχή | pleating |
pleat (en)
- (μεταβατικό) σουρώνω, κάνω σούρα
- ⮡ I pleat the a skirt at the waist.
- Σουρώνω μια φούστα στη μέση.
- ⮡ I pleat the a skirt at the waist.
Πηγές
επεξεργασία- pleat (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 805, 806. ISBN 9780194325684., λήμμα: σούρα, σουρώνω