Ετυμολογία

επεξεργασία
διπλώνω < διπλός + -ώνω < αρχαία ελληνική διπλόος / διπλοῦς < δι- + -πλόος / -πλοῦς. Διαφορετική η αρχαία ελληνική διπλόω / διπλῶ (επαναλαμβάνω, ελληνιστική σημασία: διπλασιάζω) < διπλόος.[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ðiˈplo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐πλώ‐νω

διπλώνω, αόρ.: δίπλωσα, παθ.φωνή: διπλώνομαι, π.αόρ.: διπλώθηκα, μτχ.π.π.: διπλωμένος

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη διπλός

σύνθετα του ρήματος: [2]

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. διπλώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. λήγουν σε -διπλώνω - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)