στιβάδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στιβάδα | οι | στιβάδες |
γενική | της | στιβάδας | των | στιβάδων |
αιτιατική | τη | στιβάδα | τις | στιβάδες |
κλητική | στιβάδα | στιβάδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στιβάδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στιβάς (στρώμα) από την αιτιατική «τήν στιβάδα» < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *steyb- / *steib-[1] (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική couche[2][3])
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /stiˈva.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στι‐βά‐δα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστιβάδα θηλυκό
- καθένα από τα στρώματα ύλης με ικανή πυκνότητα και ομοιογένεια
- ※ Σε κάθε στρώση–στιβάδα που εκτυπώνεται, ο εκτυπωτής εναποθέτει τα κατάλληλα βιοϋλικά και τύπους κυττάρων στις θέσεις που έχουν καθοριστεί κατά τη δημιουργία του ψηφιακού αρχείου. Αυτό επιτυγχάνεται με τη χρήση πολλαπλών κεφαλών στον βιοεκτυπωτή, καθεμία από τις οποίες είναι εφοδιασμένη με ένα βιοϋλικό ή έναν τύπο κυττάρου —κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τα διαφορετικά μελάνια ενός συμβατικού εκτυπωτή. Καθώς ο εκτυπωτής εναποθέτει τα υλικά και τα κύτταρα διαδοχικών στρώσεων, αναδημιουργείται η επιθυμητή δομή του ιστού ή του οργάνου που εκτυπώνεται. (Εφημερίδα των Συντακτών, 11.08.2018)
- (ανατομία) ιστός έμβιου όντος αποτελούμενος από ομοιογενή στοιχεία
- ※ Μικροδερματοαπόξεση: Με τη μέθοδο αυτή θερμαινόμενοι κρύσταλλοι κυρίως αλουμινίου εκτοξεύονται με ταχύτητα στο δέρμα διασπώντας τις επιφανειακές στιβάδες της επιδερμίδας, ενώ ταυτόχρονα αναρροφούνται μαζί με τους κρυστάλλους. (εφ. Ελευθεροτυπία, 02.04.2011)
- ※ Η ελκωτική κολίτιδα* περιορίζεται συνήθως στο παχύ έντερο και προκαλεί φλεγμονές στις επιφανειακές στιβάδες τους εσωτερικού τοιχώματος του εντέρου, ενώ η νόσος του Crohn επηρεάζει επίσης βαθύτερες στιβάδες. (εφ. Καθημερινή, 20.05.2007)
- ((χημεία) φυσική) το επίπεδο όπου βρίσκονται ηλεκτρόνια που είναι συνδεμένα με κάποιον πυρήνα
- ※ Το νάτριο έχει στην εξώτατη στιβάδα ένα ηλεκτρόνιο και το χλώριο έχει στην εξώτατη στιβάδα επτά. Έτσι το νάτριο «δίνει» το μοναδικό ηλεκτρόνιο της εξώτατης στιβάδας του στο χλώριο και απομένει με οκτώ ηλεκτρόνια στην αμέσως κατώτερη στιβάδα, που τώρα έχει γίνει εξώτατη, ενώ παράλληλα φορτίζεται θετικά. Αντίστοιχα το χλώριο «παίρνει» το ηλεκτρόνιο και συμπληρώνει οκτώ ηλεκτρόνια στην εξώτατη στιβάδα του, ενώ παράλληλα φορτίζεται αρνητικά. Τα δύο άτομα έλκονται μεταξύ τους, επειδή είναι ετερώνυμα φορτισμένα, και έτσι δημιουργείται ένα μόριο χλωριούχου νατρίου, που συμβολίζεται ως NaCl. (εφ. Το Βήμα, 25.01.2014)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη στείβω
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ στείβω - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- ↑ στιβάδα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ στιβάδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαστιβάδα θηλυκό