Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βιοεκτυπωτής οι βιοεκτυπωτές
      γενική του βιοεκτυπωτή των βιοεκτυπωτών
    αιτιατική τον βιοεκτυπωτή τους βιοεκτυπωτές
     κλητική βιοεκτυπωτή βιοεκτυπωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιοεκτυπωτής < βιο- + εκτυπωτής, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική bioprinter

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vi.o.e.kti.poˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βι‐ο‐ε‐κτυ‐πω‐τής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βιοεκτυπωτής αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr