Ετυμολογία

επεξεργασία
αναρροφώ < αρχαία ελληνική ἀναρροφέω / ἀναρροφῶ

αναρροφώ

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία