αναρρόφηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναρρόφηση | οι | αναρροφήσεις |
γενική | της | αναρρόφησης* | των | αναρροφήσεων |
αιτιατική | την | αναρρόφηση | τις | αναρροφήσεις |
κλητική | αναρρόφηση | αναρροφήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναρροφήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αναρρόφηση < αναρροφώ, (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀναρρόφη(σις) + -ση.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ανα- + ρόφηση με διπλασιασμό ρρ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.naˈɾo.fi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ναρ‐ρό‐φη‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίααναρρόφηση θηλυκό
- η ενέργεια του αναρροφώ, το ρούφηγμα προς τα πάνω
- (μηχανική) η δημιουργία ροής υγρού ή αερίου μέσα σε σωλήνα με ρούφηγμα
- (μηχανολογία) η μία από τις δύο λειτουργίες αντλίας διπλής ενεργείας.
- (ιατρική) η ανάποδη κίνηση των υγρών του στομάχου προς τα πάνω (προς τον οισοφάγο, έως το στόμα)
- → δείτε και τη λέξη επαναρρόφηση
- (καταχρηστικά) η εισρόφηση
- το μωρό έκανε αναρρόφηση
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αναρρόφηση
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αναρρόφηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας