↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χιονοστιβάδα οι χιονοστιβάδες
      γενική της χιονοστιβάδας των χιονοστιβάδων
    αιτιατική τη χιονοστιβάδα τις χιονοστιβάδες
     κλητική χιονοστιβάδα χιονοστιβάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χιονοστιβάδα < χιονο- + στιβάδα (μαρτυρείται από το 1846) χιονοστιβάς[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ço.no.stiˈva.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χιο‐νο‐στι‐βά‐δα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
 
Χιονοστιβάδα καθώς ολισθαίνει σε πλαγιά βουνού

χιονοστιβάδα θηλυκό

  1. το φαινόμενο της ολίσθησης μεγάλης μάζας χιονιού από την πλαγιά ενός βουνού και συμπαρασύρει ότι βρεθεί στη διαδρομή
  2. το σύνολο της μάζας του χιονιού που περιλαμβάνεται σε αυτό το φαινόμενο
  3. (μεταφορικά) το φαινόμενο ή κατάσταση η οποία προκαλεί μεγάλες αλλαγές και συνήθως έχει και παράπλευρες επιπτώσεις

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)