κολίτιδα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κολίτιδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: colitis < αρχαία ελληνική κόλον + -ίτιδα
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /koˈli.ti.δa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐λί‐τι‐δα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κολίτιδα θηλυκό
- (ιατρική) η φλεγμονή του παχέος εντέρου που μπορεί να προκαλέσει οξύ διαρροϊκό σύνδρομο
Επεξεργασία
- κολιτιδικός
- → δείτε τη λέξη κόλον