↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελκώδης η ελκώδης το ελκώδες
      γενική του ελκώδους της ελκώδους του ελκώδους
    αιτιατική τον ελκώδη την ελκώδη το ελκώδες
     κλητική ελκώδη(ς) ελκώδης ελκώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελκώδεις οι ελκώδεις τα ελκώδη
      γενική των ελκωδών των ελκωδών των ελκωδών
    αιτιατική τους ελκώδεις τις ελκώδεις τα ελκώδη
     κλητική ελκώδεις ελκώδεις ελκώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ελκώδης < αρχαία ελληνική ἑλκώδης < ἕλκος

  Επίθετο

επεξεργασία

ελκώδης

  1. (ιατρική) που μοιάζει με έλκος
  2. (ιατρική) που είναι γεμάτος έλκη

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία