ἕλκος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ἑλκεσ- | |||||
ονομαστική | τὸ | ἕλκος | τὰ | ἕλκη - ἕλκεᾰ | |
γενική | τοῦ | ἕλκους - ἕλκεος | τῶν | ἑλκῶν - ἑλκέων | |
δοτική | τῷ | ἕλκει - ἕλκεῐ̈ | τοῖς | ἕλκεσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸ | ἕλκος | τὰ | ἕλκη - ἕλκεα | |
κλητική ὦ! | ἕλκος | ἕλκη - ἕλκεα | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἕλκει - ἕλκεε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἑλκοῖν - ἑλκέοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἕλκος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁elḱ-os (ἕλκος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἕλκος
Πηγές
επεξεργασία- ἕλκος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἕλκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.