Δείτε επίσης: ἕλκος, έλκος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἑρκεσ-
ονομαστική τὸ ἕρκος τὰ ἕρκη - ἕρκε
      γενική τοῦ ἕρκους - ἕρκεος τῶν ἑρκῶν - ἑρκέων
      δοτική τῷ ἕρκει - ἕρκεῐ̈ τοῖς ἕρκεσ(ν)
    αιτιατική τὸ ἕρκος τὰ ἕρκη - ἕρκεα
     κλητική ! ἕρκος ἕρκη - ἕρκεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἕρκει - ἕρκεε
γεν-δοτ τοῖν  ἑρκοῖν - ἑρκέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἕρκος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *serḱ- [1] (κλώθω, τυλίγω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἕρκος ουδέτερο

  1. φράχτης
  2. περίφραξη
  3. αυλή
  4. οχύρωμα
  5. θηλιά, δίχτυ, βρόχια
  6. παγίδα

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.