ἕρκος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ἑρκεσ- | |||||
ονομαστική | τὸ | ἕρκος | τὰ | ἕρκη - ἕρκεᾰ | |
γενική | τοῦ | ἕρκους - ἕρκεος | τῶν | ἑρκῶν - ἑρκέων | |
δοτική | τῷ | ἕρκει - ἕρκεῐ̈ | τοῖς | ἕρκεσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸ | ἕρκος | τὰ | ἕρκη - ἕρκεα | |
κλητική ὦ! | ἕρκος | ἕρκη - ἕρκεα | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἕρκει - ἕρκεε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἑρκοῖν - ἑρκέοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἕρκος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *serḱ- [1] (κλώθω, τυλίγω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἕρκος ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- ἕρκος ὀδόντων: τα χείλη, το στόμα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 4 (Δ. Ὁρκίων σύγχυσις. Ἀγαμέμνονος ἐπιπώλησις.), στίχ. 350
- ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων;
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 4 (Δ. Ὁρκίων σύγχυσις. Ἀγαμέμνονος ἐπιπώλησις.), στίχ. 350
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- ἕρκος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἕρκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.