Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ελκωματικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ελκωματικ
ός
η
ελκωματικ
ή
το
ελκωματικ
ό
γενική
του
ελκωματικ
ού
της
ελκωματικ
ής
του
ελκωματικ
ού
αιτιατική
τον
ελκωματικ
ό
την
ελκωματικ
ή
το
ελκωματικ
ό
κλητική
ελκωματικ
έ
ελκωματικ
ή
ελκωματικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ελκωματικ
οί
οι
ελκωματικ
ές
τα
ελκωματικ
ά
γενική
των
ελκωματικ
ών
των
ελκωματικ
ών
των
ελκωματικ
ών
αιτιατική
τους
ελκωματικ
ούς
τις
ελκωματικ
ές
τα
ελκωματικ
ά
κλητική
ελκωματικ
οί
ελκωματικ
ές
ελκωματικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ελκωματικός
<
ελληνιστική κοινή
ἑλκωματικός
<
ἕλκωμα
<
αρχαία ελληνική
ἕλκος
Επίθετο
επεξεργασία
ελκωματικός
(
ιατρική
)
που έχει σχέση με
ελκώματα
, αναφέρεται σ’ αυτά ή τα προκαλεί
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις
λέξεις
έλκωμα
και
έλκος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ελκωματικός
αγγλικά
:
ulcerating
(en)