ελκωματικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ελκωματικός < ελληνιστική κοινή ἑλκωματικός < ἕλκωμα < αρχαία ελληνική ἕλκος
Επίθετο επεξεργασία
ελκωματικός
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ελκωματικός
ελκωματικός