στίβομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαστίβομαι
- παθητική φωνή του ρήματος στίβω, άλλη γραφή του στύβομαι
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στίβομαι | στιβόμουν(α) | θα στίβομαι | να στίβομαι | ||
β' ενικ. | στίβεσαι | στιβόσουν(α) | θα στίβεσαι | να στίβεσαι | ||
γ' ενικ. | στίβεται | στιβόταν(ε) | θα στίβεται | να στίβεται | ||
α' πληθ. | στιβόμαστε | στιβόμαστε στιβόμασταν |
θα στιβόμαστε | να στιβόμαστε | ||
β' πληθ. | στίβεστε | στιβόσαστε στιβόσασταν |
θα στίβεστε | να στίβεστε | (στίβεστε) | |
γ' πληθ. | στίβονται | στίβονταν στιβόντουσαν |
θα στίβονται | να στίβονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στίφτηκα | θα στιφτώ | να στιφτώ | στιφτεί | ||
β' ενικ. | στίφτηκες | θα στιφτείς | να στιφτείς | στίψου | ||
γ' ενικ. | στίφτηκε | θα στιφτεί | να στιφτεί | |||
α' πληθ. | στιφτήκαμε | θα στιφτούμε | να στιφτούμε | |||
β' πληθ. | στιφτήκατε | θα στιφτείτε | να στιφτείτε | στιφτείτε | ||
γ' πληθ. | στίφτηκαν στιφτήκαν(ε) |
θα στιφτούν(ε) | να στιφτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω στιφτεί | είχα στιφτεί | θα έχω στιφτεί | να έχω στιφτεί | στιμμένος | |
β' ενικ. | έχεις στιφτεί | είχες στιφτεί | θα έχεις στιφτεί | να έχεις στιφτεί | ||
γ' ενικ. | έχει στιφτεί | είχε στιφτεί | θα έχει στιφτεί | να έχει στιφτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε στιφτεί | είχαμε στιφτεί | θα έχουμε στιφτεί | να έχουμε στιφτεί | ||
β' πληθ. | έχετε στιφτεί | είχατε στιφτεί | θα έχετε στιφτεί | να έχετε στιφτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν στιφτεί | είχαν στιφτεί | θα έχουν στιφτεί | να έχουν στιφτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι στιμμένος - είμαστε, είστε, είναι στιμμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν στιμμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν στιμμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι στιμμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι στιμμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι στιμμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι στιμμένοι |